σπερματοβλάστη

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Ν
βοτ. η σπερματική βλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, -ατος + βλαστός)].