σπλάχνος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-ους, το, Ν
1. ευσπλαγχνία, οίκτος
2. αγάπη, στοργή («με σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. σπλα(γ)χνίζομαι].