σπλάχνος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
-ους, το, Ν
1. ευσπλαγχνία, οίκτος
2. αγάπη, στοργή («με σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. σπλα(γ)χνίζομαι].