σταίην

French (Bailly abrégé)

opt. ao.2 Act. de ἵστημι.

Greek Monotonic

σταίην: ευκτ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

σταίην: aor. 2 opt. к ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίην opt. stamaor. 1 sing. van ἵσταμαι (ἵστημι).