σταβλοφύλακας

Greek Monolingual

και σταυλοφύλακας, ο, Ν
στρ. φύλακας στάβλου, υπεύθυνος για την καθαριότητα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλος + φύλακας].