υπεύθυνος
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
Greek Monolingual
-η, -ο/ ὑπεύθυνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν.
γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.)
2. αυτός που έχει την ευθύνη, από τον οποίο είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, υπόλογος (α. «ο υπεύθυνος εκδότης» β. «τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῖ», Αισχύλ.
γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το υπευθυνο(ν)
το να έχει κανείς την ευθύνη για κάτι ή το να είναι υπεύθυνος, να έχει επίγνωση τών ευθυνών του, η υπευθυνότητα
νεοελλ.
1. αυτός που παρέχεται με την ευθύνη κάποιου, για τον οποίο εγγυάται κάποιος («υπεύθυνη δήλωση»)
2. αυτός που φέρεται με υπευθυνότητα, που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητας («είναι υπεύθυνος άνθρωπος»)
3. προϊστάμενος («υπεύθυνος του τμήματος πωλήσεων»)
3. φρ. «αστικώς υπεύθυνος»
(νομ.) ο κατά νόμο υπόχρεος σε αποζημίωση του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική ευθύνη φέρει ο πολιτικώς εναγόμενος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε κάτι («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ένοχος ενώπιον του θεού, αμαρτωλός («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος», Επιφ.)
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπεύθυνοι
(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι μετά τη λήξη της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους ευθυνους ή στους λογιστάς·β) οι υπήκοοι
2. φρ. «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο έλεγχος και η κρίση θεατρικής παράστασης (Εύπ.).
επίρρ...
υπευθύνως / ὑπευθύνως ΝΑ, και υπεύθυνα Ν
νεοελλ.
1. με υπευθυνότητα, με αίσθημα ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)
2. με βεβαιότητα, εγγυημένα («σέ βεβαιώνω υπεύθυνα»)
αρχ.
με το να υπόκειται κανείς σε λογοδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -εύθυνος (< εὐθύνη), πρβλ. ανεύθυνος].