σταυροδένω

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Greek Monolingual

Ν
1. δένω σταυρωτά
2. φρ. «σταυροδένω τα χέρια» — σταυρώνω τα χέρια.