σταυροπαγής
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek (Liddell-Scott)
σταυροπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ σταυρωθείς, Εὐδοκία.
Greek Monolingual
-ές, Μ
σταυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής].