σταυρόμορφος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Greek (Liddell-Scott)
σταυρόμορφος: -ον, (μορφὴ) ὁ ἔχων μορφὴν σταυροῦ, Πισίδ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει μορφή σταυρού, σταυροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -μορφος (< μορφή)].