σταφιδόκαρπος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο καρπός της σταφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + καρπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].