στερεοτομία

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνολ. η τεχνική της κοπής και της λάξευσης τών στερεών σωμάτων, όταν αυτά χρησιμοποιούνται στις διάφορες τεχνικές κατασκευές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotomie (< στερεός + -τομία < -τόμος < τέμνω)].