στηθοδέρνομαι

Greek Monolingual

Ν
θρηνώ και χτυπώ το στήθος μου, στηθοκοπιέμαι («εστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι αποκείς αρχινίζει», Ερωτόκρ.).