στηθόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. όργανο καταμέτρησης της θωρακικής περιμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethometer (< στήθος + μέτρο)].