Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομίας

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομίας Medium diacritics: στομίας Low diacritics: στομίας Capitals: ΣΤΟΜΙΑΣ
Transliteration A: stomías Transliteration B: stomias Transliteration C: stomias Beta Code: stomi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ (sc. ἵππος), = στόμις (q.v.), hard-mouthed horse, Afric.Cest.p.21 V., Suid.

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, ἵππος, ein hartmäuliges Pferd, VLL. S. στόμις.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος βαθυπελαγικών τελεόστεων σολομονόμορφων ψαριών της οικογένειας στομιατίδες, που απαντούν στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό και από τα οποία στις ελληνικές θάλασσες απαντά το είδος Stomias boa
αρχ.
(για ίππο) ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφίας)].