στοματάκι

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

το, Ν στόμα
(κυριολ., θωπευτ. ή ειρων.) μικρό στόμα.