στομοποιώ

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
καθιστώ σκληρό ένα μέταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ποιῶ].