Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
-έω, Ακαθιστώ σκληρό ένα μέταλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ποιῶ].