στρεπτόκοκκος
Greek Monolingual
ο, Ν
(μικρβλ.) γένος σφαιρικών, θετικών κατά Γκραμ βακτηρίων, κόκκων της ομάδας γαλακτοβακτήρια, οι οποίοι είναι συχνά συνδεδεμένοι σε μικρές αλυσίδες και αποτελούν αίτιο μολύνσεων στους ανθρώπους και στα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. streptocoque (< στρεπτός + κόκκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο].