αίτιο

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α αἴτιον)
η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός
νεοελλ.
1. είδος εξανθήματος, έρπητας
2. (ως όρος του Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο
3. «αίτια του εγκλήματος» — τα ελατήρια του εγκλήματος
μσν.
σφάλμα, φταίξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένη μορφή του ουδετέρου του επιθ. αἴτιος. Βλ. και αίτιος, αιτιατός].