συγκατάβασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, condescension to the level of an audience, Phld.Rh.2.25 S.; also of the gods, esp. Attis, Jul.Or.5.171b.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, das Mitherabgehen, – übtr., Herablassung, Nachgiebigkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάβᾰσις: ἡ, τὸ συγκαταβαίνειν, τὸ εἶναι ἐπιεικῆ, μακρόθυμον καὶ συγκαταβατικόν, ἐπὶ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἡ πρὸς πάντας σ. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24· ἡ πρὸς τὸ ταπεινὸν σ. Γρηγ. Ναζ.· μάλιστα δὲ ἐπὶ τῆς ἐνσαρκώσεως, Suiccer ἐν λ.