συνανταγωνίζομαι

German (Pape)

[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich entgegenkämpfen, vulg. bei Plat. Alc. I, 119 d, wo die besten mss. ἀξιοῦν ἀνταγωνίζεσθαι haben.

Greek Monolingual

Α
ανταγωνίζομαι με κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

συναντᾰγωνίζομαι: бороться друг с другом, состязаться (Plut. - v. l. к ἀνταγωνίζομαι).