ανταγωνίζομαι
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Greek Monolingual
(Α ἀνταγωνίζομαι)
1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου
2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι
αρχ.
1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου
2. είμαι αντίδικος κάποιου
3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι
4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου, παρακινούμαι σε αγώνα εναντίον κάποιου.