συρίγγιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / συρίγγιον, ΝΑ [[σῡριγξ, σύριγγος]]
1. υποκορ. μικρού μεγέθους σύριγγα, μικρός σωλήνας
2. ιατρ. παθολογική επικοινωνία μεταξύ του αυλού ενός ανατομικού στοιχείου ή παθολογικού σχηματισμού και ενός άλλου στοιχείου ή της επιφάνειας του σώματος υπό μορφή σωληνοειδούς πόρου, κν. φίστουλας
αρχ.
1. η κεντρική οπή του τροχού
2. ο σωλήνας του βλαστού ή ο φλοιός του φυτού κα(σ)σία
3. οχετός.