συρίγγιο
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
Greek Monolingual
το / συρίγγιον, ΝΑ [[σῡριγξ, σύριγγος]]
1. υποκορ. μικρού μεγέθους σύριγγα, μικρός σωλήνας
2. ιατρ. παθολογική επικοινωνία μεταξύ του αυλού ενός ανατομικού στοιχείου ή παθολογικού σχηματισμού και ενός άλλου στοιχείου ή της επιφάνειας του σώματος υπό μορφή σωληνοειδούς πόρου, κν. φίστουλας
αρχ.
1. η κεντρική οπή του τροχού
2. ο σωλήνας του βλαστού ή ο φλοιός του φυτού κα(σ)σία
3. οχετός.