σφέκλη

English (LSJ)

ἡ, = faecula, Alex.Trall.12, Paul.Aeg.7.13, interpol. in Dsc.Eup.2.141.

Greek (Liddell-Scott)

σφέκλη: ἡ, ἡ κεκαυμένη τοῦ οἴνου τρυγία, Διοσκ. π. Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 630, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. φέκλη.