σφαίριση

Greek Monolingual

η / σφαίρισις, -ίσεως, ΝΑ σφαιρίζω
νεοελλ.
παιχνίδι με σφαίρα ή με σφαίρες
αρχ.
η ρίψη ή το χτύπημα της σφαίρας σε παιχνίδι («[[[πολλάκις]] γὰρ ἐν ταύταις γίνεται τὸ νικᾱν] καὶ ἀστραγαλίσεις καὶ σφαιρίσεις», Αριστοτ.).