σφαίρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = σφαίρισις, Eust.1601.61: σφαιρισμός, ὁ, Artem.4.69.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρισμα: τό, = σφαίρισις, Εὐστ. 1601. 63· σφαιρισμός, ὁ, Ἀρεμίδ. 4. 69.

Greek Monolingual

τὸ, Μ σφαιρίζω
η σφαίριση.

German (Pape)

τό, das Ballspiel, ein Schlag im Ballspiel, Eust.