σφαιροκύλισις

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροκύλῑσις: ἡ, ἡ κυκλικὴ τῶν σφαιρῶν κίνησις, Καισαρίου Ζητ. 36.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Μ
η κυκλική κίνηση τών σφαιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κύλισις (< κυλῶ)].