σφαιρωτής

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ σφαιρῶν τι, ποιῶν αὐτὸ στρογγύλον, Συνεσ. Ὕμν. 5. 17.

Greek Monolingual

ὁ, Α σφαιρῶ
αυτός που κάνει κάτι στρογγυλό.