ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
σφαιρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ σφαιρῶν τι, ποιῶν αὐτὸ στρογγύλον, Συνεσ. Ὕμν. 5. 17.
ὁ, Α σφαιρῶαυτός που κάνει κάτι στρογγυλό.