Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοτροφώ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-έω, Μ
τρέφω το σώμα, παχαίνω, αδιαφορώντας για την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφῶ].