σωματοφυλάκισσα
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. σωματοφύλακας.
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
ἡ, Μ
βλ. σωματοφύλακας.