σωματοψύχως

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοψύχως: Ἐπιρρ., ψυχῇ τε καὶ σώματι, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bondim Bind Med. τ. 1, σ. 304Α.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχήψυχή τε και σώματι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ψυχή + επιρρμ. κατάλ. -ως].