σόμπα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

η, Ν
συσκευή θέρμανσης, θερμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. soba].