σῶσις

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek (Liddell-Scott)

σῶσις: -εως, ἡ, διάσωσις, τοῦ τεκνοτρώκτου Κρόνου καὶ τοῦ Διὸς ὑπὸ τῆς Ρέας σώσεως Κραμήρου Παρισιν. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 103.