τάλαινος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ὁ, Α
τάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. επιθ. σχηματισμένος από το θηλ. τάλαινα του επιθ. τάλας.