τέτραπος

English (LSJ)

τέτραπον, poet. for τετράπους, Arat.214, Aenigm. ap. Asclep.Tragil.7 J.; Cret. nom. sg. τετράπος (from -ποδς) Schwyzer 181 iii 7 (Gortyn).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τετράπους.