ταβάνι

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

και νταβάνι, το, Ν
1. το εσωτερικό στέγης, οροφή
2. συνεκδ. στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tavan].