τανάγρα

English (LSJ)

ἡ, copper, cauldron, Hsch.:—Dim. ταναγρίς, ίδος, ἡ, v.l. for παναγρίς in Poll.10.165.

Greek (Liddell-Scott)

τανάγρα: ἡ, ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = λεβητάριον, Πολυδ. Ι΄, 165.

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών που απαντούν στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanagra < Τανάγρα].

German (Pape)

ἡ, ein kupferner Kessel zum Fleischkochen, Hesych., auch ταναγρίς, ίδος, wie Poll. 10.165 richtig verbessert ist.