τανίκα

English (LSJ)

Doric for τηνίκα.

German (Pape)

[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. τηνίκα.

Russian (Dvoretsky)

τᾱνίκα: adv. дор. = τηνίκα.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.

Greek Monotonic

τᾱνίκα: Δωρ. αντί τηνίκα.