τηνίκα
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
[ῐ], Dor. τανίκα, Adv.
A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα.. A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ... S.OC440.
2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.—The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.
German (Pape)
[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
French (Bailly abrégé)
adv.
à ce moment, alors ; τὸ τηνίκα SOPH m. sign. ; τηνίκα τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l'année.
Étymologie: th. dém. τ-, ἡνίκα.
Russian (Dvoretsky)
τηνίκᾰ: дор. τᾱνίκα (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τανίκα Α
επίρρ.
1. εκείνη την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.)
2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.)
3. φρ. «τοῦ ἔτους τηνίκα» — εκείνην την εποχή του έτους (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod, βλ. λ. ο, η, το) κατά τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. ἡνίκα (βλ. λ. ηνίκα)].
Greek Monotonic
τηνίκα: [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. (τῆνος), συσχ. του αναφορ. ἡνίκα,
1. σε εκείνον τον χρόνο, τότε· επίσης, με το άρθρο (συχνά γραφόμενο τοτηνίκα), σε Σοφ.
2. απόλ., εκείνη την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τῆνος
1. antec. to Relat. ἡνίκα, at that time, then; also with the Art. (often written τοτηνίκἀ, Soph.
2. absol. at that time [of day], Theocr.
Frisk Etymology German
τηνίκα: {tēníka}
Forms: dor. (Theok.) τανίκα
Meaning: dann, zu dieser Zeit (S., A. R., Theok.).
Derivative: Dazu τηνικαῦτα (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie ἐνθαῦτα, -άδε).
Etymology: Vom Demonstr. το- (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie ἡνίκα (s.d. m. Lit.).
Page 2,894