ταρτάριος

German (Pape)

[Seite 1072] = ταρτάρειος, Alciphr. 3, 72.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ βλ. ταρτάρειος.

Russian (Dvoretsky)

ταρτάριος: Anth. = ταρτάρειος.