ταρτάρειος
German (Pape)
[Seite 1072] den Tartarus betreffend, grausig; φόβος Eur. Herc. Fur. 907; χάσμα Luc. Philops. 24.
Greek Monolingual
-α, -ο / ταρτάρειος, -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, -ία, -ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, -έα, -ον, Α Τάρταρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο
2. (κατ' επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός
μσν.
ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος
(κατά τον Στέφ. Βυζ.) ο κάτοικος του Ταρτάρου.