ταυτοειδής

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει την ίδια ακριβώς μορφή με κάποιον άλλον («μίαν... θεότητος φύσιν τὴν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν ἰδικαῖς, αἱ σύμμορφοι καὶ ταυτοειδεῖς ἀλλήλαις», Καισάρ.).
επίρρ...
ταὐτοειδῶς ΜΑ
πανομοιότυπα, το ίδιο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -ειδής].