ταυτοσημία

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ταυτόσημου, το να έχουν δύο λέξεις, όροι ή εκφράσεις την ίδια ακριβώς σημασία.