ταύτη

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ταύτᾳ και κωμ. τ. ταυτηΐ Α
επίρρ. κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. της δεικτ. αντων. οὗτος.