τειχόπυργος

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, ein Thurm in od. auf der Mauer mit einem Durchgange, E. M. v. ἀρμάριον.

Greek (Liddell-Scott)

τειχόπυργος: ὁ, πύργος ἐπὶ τείχους μετὰ διόδου, Ἐτυμολ. Μέγ. 147, 5, ἔνθα τειχοπυργίους.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
πύργος τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + πύργος.