τερμιτόφιλος

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της τερμιτοφιλίας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόφιλοι
βιολ. έντομα που δεν μπορούν να ζήσουν αυτοδύναμα και συμβιώνουν μόνιμα με τους τερμίτες στις φωλιές τών τελευταίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. termitophile (< λατ. termes, -itis «τερηδών» + φίλος)].