τετορήσω

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monotonic

τετορήσω: Επικ. με αναδιπλ. μέλ. του τορέω.

Russian (Dvoretsky)

τετορήσω: fut. 3 к τορέω.