τετραέτης

German (Pape)

[Seite 1097] ὁ, und τετραετής, ές, vierjährig; χρόνος, Her. 1, 199; Plat. Legg. VII, 703 e; Sp.

French (Bailly abrégé)

c. τετραετής.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰέτης: и τετρᾰετής 2 четырехлетний (τὰ παιδία, χρόνος Her.; διάστημα Polyb.).