τετραγγούριον

Greek (Liddell-Scott)

τετραγγούριον: ἢ τετράγγουρον, εἶδος ἀγγουρίου, Σουΐδ. ἐν λ. σικύα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ. ἀγγούριον.