τετραεξηκοστόν
English (LSJ)
τό, sixty-fourth part, PCornell 20.15 (iv A.D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ένα εξηκοστό τέταρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑξηκοστός.
τό, sixty-fourth part, PCornell 20.15 (iv A.D.).
τὸ, Α
το ένα εξηκοστό τέταρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑξηκοστός.