ἑξηκοστός

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξηκοστός Medium diacritics: ἑξηκοστός Low diacritics: εξηκοστός Capitals: ΕΞΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: hexēkostós Transliteration B: hexēkostos Transliteration C: eksikostos Beta Code: e(chkosto/s

English (LSJ)

(Aeol. ἐξήκοιστος IG11(4).1064b15), ή, όν,
A sixtieth, Hdt.6.126, etc.
II ἑξηκοστή, ἡ, customs duty or tax of 1/60, IG12 (2).3(Mytil.), PEleph.14.11 (iii B. C.).
III ἑξηκοστόν, τό, 1/60 of a degree, second, Gem.18.7; but, 1/60 of a grand circle, Id.16.6, al.
IV τόκοι ἑξηκοστοὶ ἐφ' ἕτη δέκα = interest at the rate of 1/60, OGI444.14 (Ilium).

German (Pape)

[Seite 881] der sechzigste, Her. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
soixantième.
Étymologie: ἑξήκοντα.

Russian (Dvoretsky)

ἑξηκοστός: шестидесятый Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 6. 126, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑξηκοστός, -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)
1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν)
καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή
δασμός ενός εξηκοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκο-ντα + -στός, πρβλ. εκατοστός].

Greek Monotonic

ἑξηκοστός: -ή, -όν (ἑξήκοντα), εξηκοστός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἑξηκοστός, ή, όν ἑξήκοντα
sixtieth, Hdt., etc.

Lexicon Thucydideum

sexagesimus, sixtieth, 1.12.3. 1.108.2.