τετραξεστιαίος

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που χωρά τέσσερεις ξέστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος].